- φάβας
- οάνθρωπος ανόητος, βλάκας: Είναι τόσο φάβας, που όταν μιλάει χασμουριέται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φάβας — ο, Ν [φάβα] μτφ. άνθρωπος ανόητος, βλάκας … Dictionary of Greek
αμοργός — Νησί (121,06 τ. χλμ., 1.873 κάτ.) των Κυκλάδων. Έχει μήκος 18 χλμ., πλάτος 3 έως 5 χλμ. και μήκος ακτών περίπου 112 χλμ. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Κρίκελος (822 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες φάβας, μήλων,… … Dictionary of Greek
φαβατάριον — τὸ, Α σκεύος για την παρασκευή φάβας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fabatarium «είδος χύτρας»] … Dictionary of Greek
Ανάφη — Νησί (38,35 τ. χλμ., 269 κάτ.) των Κυκλάδων. H ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι η Βίγλα (584 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες ρεβιθιών, φάβας, φασολιών, σιταριού και κρεμμυδιών. Καλλιεργούνται επίσης ελιές, εσπεριδοειδή,… … Dictionary of Greek